- φεσοφόρος
- -α, -ο1. αυτός που φοράει φέσι.2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεσοφόρος — α, ο, Ν αυτός που φορεί φέσι, ο φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] … Dictionary of Greek